σταφιδοκτήμονας

σταφιδοκτήμονας
ο, Ν
ιδιοκτήτης φυτείας από σταφίδες, παραγωγός σταφίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταφίδα + -κτήμων (< κτήμα), πρβλ. γαιο-κτήμονας. Η λ., στον πληθ. σταφιδοκτήμονες, μαρτυρείται από το 1853 στην εφημερίδα Βελτίωσις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”